- Λυδοῦ
- Λῡδοῦ , Λυδόςa Lydianmasc gen sgΛυδόςa Lydianmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άτυς — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Ομφάλης, ή γιος του Μάνου, πατέρας του Λυδού, γενάρχη των Λυδών ή Μαιόνων, και του Τορρήβου ή Τυρρηνού, γενάρχη των Τυρρηνών. 2. Γιος του Λυδού βασιλιά Κροίσου. Σκοτώθηκε σε… … Dictionary of Greek
Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… … Dictionary of Greek
Καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας … Dictionary of Greek
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek
ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… … Dictionary of Greek
καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας … Dictionary of Greek
Δίδυμοι ή Δίδυμα — Αρχαία πόλη της Ιωνίας στα Ν της Μιλήτου, όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη Γέροντας. Η ονομασία της θεωρείται καρικής προέλευσης, από τους Κάρες που ήταν εγκατεστημένοι κάποτε εκεί. Έγινε ονομαστή από το αρχαιότατο μαντείο του ναού του Διδυμαίου… … Dictionary of Greek
Νιόβη — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την μυθολογία ήταν κόρη του Λυδού βασιλιά Ταντάλου και σύζυγος του Θηβαίου Αμφίονα. Περήφανη για το πλήθος των παιδιών της (επτά αγόρια και επτά κορίτσια), καυχήθηκε ότι είναι ανώτερη από τη Λητώ, μητέρα του… … Dictionary of Greek
Χάζε, Καρλ Μπένεντικτ — (Hase, Βαϊμάρη 1780 – Παρίσι 1864). Γάλλος γλωσσολόγος, γερμανικής καταγωγής. Σπούδασε στην Ιένα, όπου έμαθε τη νεοελληνική και την αραβική γλώσσα και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου σχετίστηκε με τους εκεί λόγιους Έλληνες και κυρίως με τον… … Dictionary of Greek